- θυρηβόλιον
- θῠρη-βόλιον: τὴν ἐπ' ἀγρῷ οἴκησιν, Hsch.;= ἔπαυλις, EM459.13:
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυρηβόλιον — θυρηβόλιον, τὸ (Α) έπαυλη, αγροικία, εξοχική κατοικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + βόλιον (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αγκυρη βόλιον, κεραυνο βόλιον] … Dictionary of Greek